σουβάς

σουβάς
ο см. σοβάς

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σουβάς" в других словарях:

  • σουβάς — ο, Ν βλ. σοβάς …   Dictionary of Greek

  • σουβάς — ο βλ. σοβάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σοβάς — (I) άδος, ἡ, Α 1. (για βάκχες και εταίρες) αυθάδης, αναιδής 2. είδος χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοβῶ + κατάλ. άς, άδος]. (II) και σουβάς, ὁ, Ν (οικοδ.) (κν. ονομ.) το επίχρισμα τοίχου, αλλ. αμμοκονίαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. siva] …   Dictionary of Greek

  • πεταχτός, -ή, -ό — πεταχτός, ή, ό, 1 . αυτός που γίνεται με ύλη που πετιέται: Ο σουβάς του ταβανιού θα γίνει πεταχτός. 2. ευκίνητος, ζωηρός, χαρούμενος, γρήγορος: Είναι λιγάκι πεταχτή η κοπέλα, ζωηρή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σοβάς — σοβάς, ο και σουβάς, ο (λ. τουρκ.), ασβεστοκονίαμα: Οι Τούρκοι σκέπασαν με σοβά τις αγιογραφίες του ναού της Αγίας Σοφίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»